στερφώ

στερφώ
και στρεφῶ, -όω, Α [στέρφος (II)]
καλύπτω κάποιον ή κάτι με δορά, με δέρμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στέρφωσις — και στρέφωσις, ώσεως, ἡ, Α [στερφώ] η ενέργεια τού στερφῶ*, κάλυψη με δορά, με δέρμα …   Dictionary of Greek

  • στερφωτήρ — ῆρος, ὁ, Α ντυμένος με δορά, με προβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερφῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. διορθω τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • στρεφώ — όω, Α βλ. στερφῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”